dictionnaire Grecque - Turc

ελληνικά - Türkçe

χάρακας en tailleur:

1. cetvel cetvel



Turc mot "χάρακας"(cetvel) se produit dans des ensembles:

Εξοπλισμός γραφείου στα τουρκικά
Σχολικά είδη στα τουρκικά