dictionnaire Grecque - Turc

ελληνικά - Türkçe

σαλιγκάρι en tailleur:

1. salyangoz salyangoz



Turc mot "σαλιγκάρι"(salyangoz) se produit dans des ensembles:

Ζωύφια και έντομα στα τουρκικά