dictionnaire Grecque - Turc

ελληνικά - Türkçe

εργοδότης en tailleur:

1. işveren işveren



Turc mot "εργοδότης"(işveren) se produit dans des ensembles:

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα τουρκικά