dictionnaire Grecque - Turc

ελληνικά - Türkçe

βιβλιοθηκάριος en tailleur:

1. kütüphaneci kütüphaneci



Turc mot "βιβλιοθηκάριος"(kütüphaneci) se produit dans des ensembles:

Επαγγέλματα στα τουρκικά