dictionnaire Grecque - Suédois

ελληνικά - Svenska

αστείος suédois:

1. rolig rolig


En rolig historia
Peter berättar alltid roliga skämt.

Suédois mot "αστείος"(rolig) se produit dans des ensembles:

Επίθετα προσωπικότητας στα σουηδικά