dictionnaire Grecque - Italien

ελληνικά - italiano

συσκευή italien:

1. dispositivo dispositivo


Il telefono è uno splendido dispositivo.

Italien mot "συσκευή"(dispositivo) se produit dans des ensembles:

Οι 15 κύριοι όροι για τους υπολογιστές στα ιταλικά