dictionnaire Grecque - Espagnol

ελληνικά - español

πνεύμονας espagnol:

1. pulmón


Tiene cáncer de pulmón.
¿Hay relación entre el tabaco y el cáncer de pulmón?

Espagnol mot "πνεύμονας"(pulmón) se produit dans des ensembles:

Εσωτερικά όργανα στα ισπανικά