dictionnaire Allemand - Grecque

Deutsch - ελληνικά

bei grecque:

1. κοντά σε κοντά σε



2. σε σε


Θα σε συνοδευσω μέχρι το ἀεροδρόμιο.
Φάγαμε μεσημεριανό σε μια μικρή καφετέρια.

Grecque mot "bei"(σε) se produit dans des ensembles:

Lektion 4Kb.S. 57, 58, 59