dictionnaire Allemand - Grecque

Deutsch - ελληνικά

aber grecque:

1. αλλά αλλά


Τα αγγλικά δεν είναι εύκολα, αλλά είναι ενδιαφέροντα.
Ο Πέτρος έχει μαύρα μαλλιά αλλά ο Λεχ έχει ξανθά.
Ήμαστε φτωχοί, αλλά ευτυχισμένοι.

Grecque mot "aber"(αλλά) se produit dans des ensembles:

Lektion 3 Kb.S. 48 und 49
Lektion1 Kb.5.28 a