dictionnaire Tchèque - Grecque

český jazyk - ελληνικά

jsi ty grecque:

1. είσαι


Να είσαι καλός μαζί της, Μπίλ.
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...
Πώς είσαι;