dictionnaire Arabe - Grecque

العربية - ελληνικά

مروحة كهربائية grecque:

1. ανεμιστήρας ανεμιστήρας



Grecque mot "مروحة كهربائية"(ανεμιστήρας) se produit dans des ensembles:

Οικιακές συσκευές στα αραβικά