dictionnaire Arabe - Grecque

العربية - ελληνικά

تقويم grecque:

1. ημερολόγιο ημερολόγιο



Grecque mot "تقويم"(ημερολόγιο) se produit dans des ensembles:

Εξοπλισμός γραφείου στα αραβικά